Σύμβαση Εργασίας


ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

 

Γενικά

 

Σύμβαση εργασίας κατά τον Αστικό Κώδικα είναι εκείνη η σχέση, με την οποία ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλλει το συμφωνημένο μισθό.

Από τον ορισμό αυτό που περιέχεται στο άρθρο 648 του Α.Κ., προκύπτει ότι έχουμε δύο ειδών συμβάσεις εργασίας: α) σύμβαση ορισμένου χρόνου, και β) σύμβαση αορίστου χρόνου.

- Με τη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου ο μισθωτός συμφωνεί με τον εργοδότη να του παρέχει τις υπηρεσίες του για ορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο έχει καθοριστεί από την αρχή π.χ. 1 μήνας, 2 μήνες κ.λπ. ή για ορισμένο έργο, δηλαδή όσο χρειάζεται για να αποπερατωθεί κάποιο έργο π.χ. μια οικοδομή

 

- Η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου δεν έχει κανένα χρονικό περιορισμό.

 

- Η σύμβαση εργασίας καταρτίζεται εγγράφως, αλλά μπορεί να καταρτιστεί και προφορικά, δηλαδή άτυπα.

 


 

Πώς λειτουργεί η σύμβαση εργασίας (αορίστου χρόνου)

 

Από το άρθρο 648 του Α. Κ. προκύπτει, ότι ο μισθωτός οφείλει να παρέχει την εργασία του στον εργοδότη. Ο νόμος σε συνδυασμό με τη θέληση του εργαζόμενου και την θέληση του εργοδότη καθορίζουν τον τόπο, τον τρόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας.

Ο εργοδότης έχει αντίστοιχα την υποχρέωση να καταβάλλει σαν μισθό το κατώτατο όριο, το οποίο ορίζει ο νόμος και οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και σε κάθε περίπτωση η καταβολή μισθού ανώτερου από αυτά τα όρια είναι επιτρεπτή.

Κατά τη λειτουργία της εργασιακής σχέσης υπάρχουν ορισμένα δικαιώματα των εργαζόμενων που είναι άρρηκτα δεμένα με αυτήν. Π.χ. το νόμιμο ωράριο, η εβδομαδιαία ανάπαυση, ο νόμιμος μισθός, υγιεινοί όροι εργασίας του εργαζόμενου, η ετήσια άδεια ανάπαυσης κ.λ.π. Ειδικότερα για την ετήσια άδεια να σημειώσουμε ότι αυτή πρέπει να δίνεται πραγματικά, δηλαδή ο εργαζόμενος πρέπει να φύγει από την εργασία του κατά τη διάρκεια της άδειας. Από το νόμο δεν επιτρέπεται ο μισθωτός να μην κάνει χρήση της άδειας του, δηλαδή να εργάζεται κατά την άδειά του και να αποζημιώνεται.

Ο μισθωτός δικαιούται αμοιβή από την παρεχόμενη εργασία. Η αμοιβή αυτή θα πρέπει να είναι μισθός προσαυξημένος με επιδόματα. Επίσης μπορεί ο μισθωτός να αμείβεται κατά μονάδα εργασίας, με ποσοστά αλλά οι αποδοχές αυτές δεν μπορεί να είναι κατώτερες από τις προβλεπόμενες από την Συλλογική Συμβαση Εργασίας.

 


 

Πώς καταγγέλλεται η σύμβαση εργασίας

 

Ο νόμος προβλέπει δύο ειδών καταγγελίες , την τακτική και την άτακτη. Η κάθε μία έχει διαφορετικό πεδίο εφαρμογής και συνέπειες.

Η τακτική καταγγελία ( απόλυση ) του μισθωτού γίνεται ύστερα από προειδοποίηση και παράγει τα αποτελέσματά της ύστερα από ορισμένη προθεσμία. Ο χρόνος που χρειάζεται για την προειδοποίηση καθορίζεται από το νόμο και είναι ανάλογος με το χρόνο υπηρεσίας του μισθωτού στον συγκεκριμένο εργοδότη. Ο χρόνος της προμήνυσης πρέπει να είναι αυτός που ορίζει ο νόμος και ποτέ λιγότερος. Περισσότερος χρόνος είναι παραδεκτός και νόμιμος.

Η άτακτη καταγγελία παράγει τα αποτελέσματά της αμέσως, δηλαδή κατά τον χρόνο που θα επιδοθεί το έγγραφο της καταγγελίας στο μισθωτό.

Και στις δύο περιπτώσεις καταγγελίας πρέπει να υπάρχουν βασικά δύο προϋποθέσεις : α) έγγραφος τύπος και β) καταβολή αποζημίωσης.

 

Πέρα από αυτές τις δύο προϋποθέσεις πρέπει η καταγγελία να ασκείται μέσα στα πλαίσια που απαιτεί " η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη " , δηλαδή να μην είναι υποχρεωτική. Η καταγγελία , άμα δεν υπάρχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις είναι άκυρη και η ακυρότητά της μπορεί να προσβληθεί με αγωγή μέσα σε 3 μήνες, αλλιώς η αγωγή είναι απαράδεκτη.

Αν στον εργαζόμενο δεν καταβληθεί η αποζημίωση, έχει το δικαίωμα να ζητήσει με αγωγή τη νόμιμη αποζημίωση μέσα σε 6 μήνες από την καταγγελία, είτε γιατί έχασε την προθεσμία για αγωγή ( των 3 μηνών ), είτε γιατί δεν θέλει να ξαναγυρίσει στη δουλειά του. Η σύμβαση ορισμένου χρόνου, κατ' αρχην, δεν χρειάζεται καταγγελία αλλά λήγει όταν περάσει ο χρόνος που είχε συμφωνηθεί. Ενδιάμεσα η σύμβαση ορισμένου χρόνου μπορεί να καταγγελθεί είτε από τον εργαζόμενο, είτε από τον εργοδότη όταν υπάρχει " σπουδαίος λόγος " και χωρίς να τηρηθεί καμία προθεσμία. ( άρθρο 672 Α.Κ. )

 

Η σύμβαση αορίστου χρόνου λύεται με καταγγελία. Δηλαδή με έγγραφη δήλωση του εργοδότη προς το μισθωτό και αντίστροφα.

Στην περίπτωση που η σύμβαση εργασίας λυθεί με καταγγελία του εργοδότη, αυτός είναι υποχρεωμένος να καταβάλει στον μισθωτό την αποζημίωση ταυτόχρονα με την καταγγελία που προβλέπει ο νόμος 2112/20 όπως ισχύει σήμερα. Αλλιώς η καταγγελία είναι άκυρη και δεν έχει καμία νομική αξία, δηλαδή είναι χωρίς αποτέλεσμα.

 

Η άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας από τον εργοδότη της σύμβασης εργασίας δεν είναι απεριόριστη. Εκτός από τους περιορισμούς που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις και αναφέρονται παρακάτω, υπάρχουν και τα όρια που τίθενται με το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα. Απ' αυτό προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι άκυρη, αν γίνει κατά προφανή παραβίαση της καλής πίστεως, ή των χρηστών ηθών, ή του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος και μάλιστα, αν έγινε από τον εργοδότη για λόγους εκδίκησης ή εξ' αιτίας της συνδικαλιστικής δράσης του υπαλλήλου ή για άλλους λόγους που δεν δικαιολογούν την καταγγελία της σύμβασης, χωρίς να συντρέχουν γενικότεροι λόγοι οικονομικής, τεχνικής ή υπηρεσιακής φύσης που αναφέρονται στη λειτουργία της επιχείρησης.

 


 

Πως υπολογίζεται η αποζημίωση

 

Χρόνος υπηρεσίας Αποζημίωση ή προειδοποίηση

 

2 μήνες-1 έτος 1 μισθός

1 έτος - 4 έτη 2 μισθοί

4 έτη - 6 έτη 3 μισθοί

6 έτη - 8 έτη 4 μισθοί

8 έτη - 10 έτη 5 μισθοί

28 έτη και άνω 24 μισθοί

 

Από 10 έτη συμπληρωμένα και για κάθε έτος συμπληρωμένο μέχρι και το 27ο έτος, η αποζημίωση ή προειδοποίηση αυξάνεται κατά ένα μήνα.

Σε περίπτωση απόλυσης χωρίς έγγραφη προειδοποίηση του υπαλλήλου καταβάλλεται σε αυτόν ολόκληρη η αποζημίωση. Σε περίπτωση απόλυσης με έγγραφη προειδοποίηση του υπαλλήλου μέσα στον προβλεπόμενο χρόνο από τον νόμο, τότε με την πάροδο αυτού του χρόνου η σύμβαση εργασίας θεωρείται λυθείσα και ο εργοδότης υποχρεώνεται να καταβάλλει το μισό της αποζημίωσης.

Στην περίπτωση που η αποζημίωση υπερβαίνει τις αποδοχές 6 μηνών, ο εργοδότης έχει την δυνατότητα να καταβάλει το πέραν των 6 μισθών ποσό σε τριμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν πρέπει να είναι μικρότερη από τις αποδοχές 3 μηνών. Η μη καταβολή της αποζημίωσης ή η καθυστέρηση καταβολής μίας από τις παραπάνω δόσεις συνεπάγεται ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης. Η μηνιαία αποζημίωση είναι προσαυξημένη κατά την αναλογία των επιδομάτων Χριστουγένων, Πάσχα και άδειας κτά το κλάσμα :

 

μηνιαίες αποδοχές * 14

------------------------

          12

 

Κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης απολυόμενων μισθωτών, σαν μηνιαίες αποδοχές θεωρούνται οι τακτικές αποδοχές τους κατά τον τελευταίο μήνα με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, καθώς και κάθε άλλη παροχή ( τροφή, κατοικία, ποσοστά επί των κερδών κ.λπ. ), η οποία καταβάλλεται από τον εργοδότη σταθερά και μόνιμα, σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του (Αρ. Πάγου 999/82, 338/83 )

 


 

Ομαδικές απολύσεις

 

Με βάση το νόμο 1387/1983 ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από 20 εργαζόμενους για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυόμενων και υπερβαίνουν κάθε ημερολογιακό μήνα τα παρακάτω όρια :

α) 5 εργαζόμενοι για επιχειρήσεις που απασχολούν 20 - 50 εργαζόμενους.

β) Ποσοστό 2 - 3% του προσωπικού και μέχρι 30 άτομα για επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω απο 50 εργαζόμενους. Το ποσοστό αυτό καθορίζεται για κάθε ημερολογιακό εξάμηνο με απόφαση του Υπ. εργασίας ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς εργασίας.

Εξαιρούνται από την εφαρμογή του νόμου:

Το δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ. , οι εργοδότες που απασχολούν προσωπικό με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, οι ναυτιλιακές επιχειρήσεις για τα πληρώματα των πλοίων, οι εργοληπτικές επιχειρήσεις για απολύσεις λόγω διακοπής ή αναστολής των εργασιών που οφείλονται στον κύριο του έργου, όταν αυτό είναι Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. και οι επιχειρήσεις που διακόπτουν τις εργασίες του ύστερα από πρωτόδικη δικαστική απόφαση.

Οι απολύσεις που υπερβαίνουν τα όρια του νόμου είναι άκυρες και θεωρούνται ότι δεν έγιναν αν μετά την παροδο ενός μηνός από την καταγγελία τους στο Γραφείο Εύρεσης Εργασίας δεν τύχουν της έγκρισης του Υπουργού Εργασίας. Η έγκριση αυτή χορηγείται μετά από αίτηση του εργοδότη και πρέπει να υποβληθεί μέσα σε 8 μέρες

από την αναγγελία των απολύσεων.

Η Ε.Ο.Κ. με την οδηγία του Συμβουλίου 75/129 έχει προβλέψει την υπαγωγή του νομικού καθεστώτος που διέπει τον έλεγχο των ομαδικών απολύσεων σε ενιαία ρύθμιση για όλα τα κράτη -μέλη. Η σχετική διαδικασία για την εναρμόνιση της εθνικής με την κοινοτική διαδικασία σε αυτό το θέμα έχει αρχίσει.